- λαυρεντιανός
- -ή, -ό (Μ λαυρεντιανός, -ή, -όν) [Λαυρέντιος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λαυρέντιο («Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη»)νεοελλ.φρ. α) «Λαυρεντιανά Όρη» — όρη τού Καναδάβ) «λαυρεντιανή αύλακα» — υποθαλάσσια αύλακα στην ανατολική υφαλοκρηπίδα τής Βόρειας Αμερικής: γ) «λαυρεντιανή σειρά» — υποδιαίρεση τών πετρωμάτων τού προκαμβρίου στη Βόρεια Αμερική.
Dictionary of Greek. 2013.