λαυρεντιανός

λαυρεντιανός
-ή, -ό (Μ λαυρεντιανός, -ή, -όν) [Λαυρέντιος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Λαυρέντιο («Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη»)
νεοελλ.
φρ. α) «Λαυρεντιανά Όρη» — όρη τού Καναδά
β) «λαυρεντιανή αύλακα» — υποθαλάσσια αύλακα στην ανατολική υφαλοκρηπίδα τής Βόρειας Αμερικής: γ) «λαυρεντιανή σειρά» — υποδιαίρεση τών πετρωμάτων τού προκαμβρίου στη Βόρεια Αμερική.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Αισχύλος — I (Ελευσίνα 525 – Γέλα Σικελίας 456 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν πολλές ασφαλείς πληροφορίες. Οι σύγχρονοι του Α. και του Πινδάρου ενδιαφέρονταν πολύ περισσότερο για τα έργα παρά για τους συγγραφείς. Και αργότερα, όμως, οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”